ενδυτός

ενδυτός
-ή (AM ἐνδυτός, -όν)
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή
κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα
2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν
α) εσθήτα
β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐνδυτόν — ἐνδυτός put on masc/fem acc sg ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδυτοῖς — ἐνδυτός put on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδυτοῦ — ἐνδυτός put on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδυτά — ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρένδυτος — ον, Μ ντυμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ἐνδυτός (< ἐνδύω «ντύνω»), πρβλ. χαλκ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • σκοτένδυτος — ον, Μ (κυρίως για αχρείο και φαύλο) αυτός που είναι ντυμένος με σκοτάδι, μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + ἐνδυτός (< ἐνδύω «ντύνω»), πρβλ. ρακ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκένδυτος — ον, Α καλυμμένος με ελάσματα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσένδυτος — ον, Μ χρυσοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • τοὐνδυτόν — ἐνδυτόν , ἐνδυτός put on masc/fem acc sg ἐνδυτόν , ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυτή — ἐνδυτή, η (Α) βλ. ενδυτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”