ἐνδυτόν — ἐνδυτός put on masc/fem acc sg ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδυτοῖς — ἐνδυτός put on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδυτοῦ — ἐνδυτός put on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδυτά — ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρένδυτος — ον, Μ ντυμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ἐνδυτός (< ἐνδύω «ντύνω»), πρβλ. χαλκ ένδυτος] … Dictionary of Greek
σκοτένδυτος — ον, Μ (κυρίως για αχρείο και φαύλο) αυτός που είναι ντυμένος με σκοτάδι, μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + ἐνδυτός (< ἐνδύω «ντύνω»), πρβλ. ρακ ένδυτος] … Dictionary of Greek
χαλκένδυτος — ον, Α καλυμμένος με ελάσματα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ ένδυτος] … Dictionary of Greek
χρυσένδυτος — ον, Μ χρυσοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ ένδυτος] … Dictionary of Greek
τοὐνδυτόν — ἐνδυτόν , ἐνδυτός put on masc/fem acc sg ἐνδυτόν , ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυτή — ἐνδυτή, η (Α) βλ. ενδυτός … Dictionary of Greek